- σωληνίζω
- Α [σωλήν, -ῆνος]δίνω σε κάτι το σχήμα σωλήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεσωληνισμένου — σωληνίζω hollow out like a pipe perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσωληνίσθω — σωληνίζω hollow out like a pipe perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσωλήνισται — σωληνίζω hollow out like a pipe perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνισθεισῶν — σωληνίζω hollow out like a pipe aor part pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνισθέντι — σωληνίζω hollow out like a pipe aor part pass masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνισμός — ὁ, Α [σωληνίζω] διάνοιξη σωληνοειδούς αυλακιού … Dictionary of Greek